ἐξαγινέω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξᾰγῑνέω:''' Ιων. αντί [[ἐξάγω]], κάνω κάποιον να προχωρήσει, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἐξᾰγῑνέω:''' Ιων. αντί [[ἐξάγω]], κάνω κάποιον να προχωρήσει, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξᾰγῑνέω:''' (= [[ἐξάγω]]) выводить, приводить (ἐς γυμνάσιά τινα Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. for ἐξάγω,
A lead forth, τινὰ ἐς γυμνάσια Hdt.6.128.
German (Pape)
[Seite 861] ion. = ἐξάγω, Her. 6, 128.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγῑνέω: Ἰων. ἀντὶ ἐξάγω, καὶ ἐς γυμνάσια ἐξαγινέων Ἡρόδ. 6. 128.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐξάγω.
Spanish (DGE)
guiar, desviar hacia, encaminar ἐς γυμνάσιά τε ἐξαγινέων ὅσοι ἦσαν ... Hdt.6.128.
Greek Monolingual
ἐξαγινέω (Α)
ιων. τ. αντί του εξάγω («καὶ ἐς γυμνάσια ἐξαγινέων», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰγῑνέω: Ιων. αντί ἐξάγω, κάνω κάποιον να προχωρήσει, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγῑνέω: (= ἐξάγω) выводить, приводить (ἐς γυμνάσιά τινα Her.).