τριχώδης: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(42) |
(nl) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[τριχώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[θρίξ]], <i>τριχός</i>]<br />όμοιος με [[τρίχα]], [[τριχοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (<i>τὰ</i>) <i>τριχώδη</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή [[πιθανώς]] ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φωναὶ τριχώδεις»<br /><b>μτφ.</b> λεπτές φωνές. | |mltxt=-ες / [[τριχώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[θρίξ]], <i>τριχός</i>]<br />όμοιος με [[τρίχα]], [[τριχοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γεμάτος]] [[τρίχες]], [[τριχωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) (<i>τὰ</i>) <i>τριχώδη</i><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή [[πιθανώς]] ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φωναὶ τριχώδεις»<br /><b>μτφ.</b> λεπτές φωνές. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like hair, like a hair, Arist.HA620b17, PA691a7, al., Thphr.HP4.9.2, 6.2.8. 2 metaph., φωνία τ. notes fine as hairs, Arist.Aud.803b24. 3 mixed with hair, πηλός Hp.Morb.3.17. 4 τριχώδη· ὄργανα πολιορκητικά, πρὸς χώρησιν (fort. ὀχύρωσιν) ἐπιτήδεια, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 21, π. Ζ. Μορ. 4. 11, 5, κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., φωναὶ τρ., μικραὶ καὶ λεπταὶ φωναί, ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57.
Greek Monolingual
-ες / τριχώδης, -ῶδες, ΝΑ θρίξ, τριχός]
όμοιος με τρίχα, τριχοειδής
νεοελλ.
γεμάτος τρίχες, τριχωτός
αρχ.
1. αναμεμιγμένος με τρίχες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (τὰ) τριχώδη
(κατά τον Ησύχ.) «ὄργανα πολιορκητικὰ πρὸς χώρησιν [ή πιθανώς ὀχύρωσιν] ἐπιτήδεια»
3. φρ. «φωναὶ τριχώδεις»
μτφ. λεπτές φωνές.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχώδης -ες [θρίξ] lijkend op haar, haarachtig.