ποδαγράω: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(6)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποδαγράω:''' έχω [[αρθρίτιδα]] στα πόδια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ποδαγράω:''' έχω [[αρθρίτιδα]] στα πόδια, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποδαγράω en ποδαγριάω [ποδάγρα] geneesk. aan jicht lijden.
}}
}}

Revision as of 10:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδαγράω Medium diacritics: ποδαγράω Low diacritics: ποδαγράω Capitals: ΠΟΔΑΓΡΑΩ
Transliteration A: podagráō Transliteration B: podagraō Transliteration C: podagrao Beta Code: podagra/w

English (LSJ)

   A have gout in the feet, Ar.Pl.559, Pl.Alc.2.139e; of a foot disease in oxen, Arist.HA575b8; in dogs, Ael.NA 4.40.

German (Pape)

[Seite 642] an der Fußgicht, dem Podagra leiden, Ar. Plut. 559 Plat. Alc. II, 139 e u. Sp., wie Ammian. 12 (XI, 229), Strat. 82 (XII, 243).

Greek (Liddell-Scott)

ποδαγράω: ἔχω ἀρθρῖτιν εἰς τοὺς πόδας (πρβλ. χειραγράω), Ἀριστοφ. Πλ. 559, Πλάτ. Ἀλκ. 2. 139Ε· ἐπὶ ὁμοίας νόσου τῶν βοῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 21, 5· τῶν κυνῶν, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40. ― Περὶ τοῦ ἀμφιβόλου τύπου ποδαγριάω ἐν Ἱππ. Ἀφ. 6. 28-30, Γαλην., κλπ., ἴδε Λοβ. εἰς Φρύν. 80.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
avoir la goutte aux pieds, être podagre.
Étymologie: ποδάγρα.

Greek Monotonic

ποδαγράω: έχω αρθρίτιδα στα πόδια, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδαγράω en ποδαγριάω [ποδάγρα] geneesk. aan jicht lijden.