πυγίδιον: Difference between revisions
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῡγίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πυγή]], μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πῡγίδιον:''' τό, υποκορ. του [[πυγή]], μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυγίδιον -ου, τό [πυγή] bil. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of πυγή, Ar.Ach.638, Eq.1368.
German (Pape)
[Seite 813] τό, dim. von πυγή, kleiner, magerer Steiß, Ar. Ach. 613 Equ. 1365.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγίδιον: τὸ, ὑποκορ. τοῦ πυγή, λεπτὴ πυγή, ἰσχνὰ ὀπίσθια, Ἀριστοφ. Ἀχ. 638, Ἱππ. 1368.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πυγή.
Greek Monotonic
πῡγίδιον: τό, υποκορ. του πυγή, μικρά οπίσθια, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγίδιον -ου, τό [πυγή] bil.