διαλείχω: Difference between revisions
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαλείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[γλείφω]] εντελώς, [[καθαρίζω]], [[σβήνω]] γλείφοντας, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''διαλείχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[γλείφω]] εντελώς, [[καθαρίζω]], [[σβήνω]] γλείφοντας, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-λείχω aflikken. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A lick clean, Ar.Eq.1034, V.904.
German (Pape)
[Seite 587] durch-, auslecken; τὰς χύτρας Ar. Vesp. 904, und komisch τὰς νήσους Equit. 1034.
Greek (Liddell-Scott)
διαλείχω: μέλλ. -ξω, ἐντελῶς λείχω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1034, Σφηξ. 904.
French (Bailly abrégé)
lécher en tous sens, nettoyer en léchant.
Étymologie: διά, λείχω.
Spanish (DGE)
lamer τὰς χύτρας Ar.V.904, cf. Eq.1034, Fr.425, τὰς ἀκοάς Sch.Pi.P.8.66c, en v.pas. ὑπὸ τῶν κυνῶν Chrys.M.48.1048.
Greek Monotonic
διαλείχω: μέλ. -ξω, γλείφω εντελώς, καθαρίζω, σβήνω γλείφοντας, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-λείχω aflikken.