διαρταμέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρταμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατακόπτω]] σε τεμάχια, [[διαμελίζω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''διαρταμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κατακόπτω]] σε τεμάχια, [[διαμελίζω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elnl
|elnltext=δι-αρταμέω in stukken scheuren.
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρτᾰμέω Medium diacritics: διαρταμέω Low diacritics: διαρταμέω Capitals: ΔΙΑΡΤΑΜΕΩ
Transliteration A: diartaméō Transliteration B: diartameō Transliteration C: diartameo Beta Code: diartame/w

English (LSJ)

strengthd. for ἀρταμέω,

   A cut limb-meal, A.Pr.1023, Anaxandr.6; διαρταμῶντες (as if from -αρταμάω) [σώματα] κατὰ μέλη is cj. in Ph.2.564.

German (Pape)

[Seite 601] ganz zerstückeln, zerreißen; Aesch. Prom. 1020; διηρτάμηκε, Anaxandr. Ath. X, 455 f; sp. D., wie Opp. H. 2, 622.

Greek (Liddell-Scott)

διαρταμέω: ἐπιτεταμ. ἀρταμέω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, διαμελίζω, Αἰσχύλ. Πρ. 1023, Ἀναξανδρ. Αἰσχρ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper en morceaux ; déchirer.
Étymologie: διά, ἀρταμέω.

Spanish (DGE)

(διαρτᾰμέω)
cortar en pedazos διαρταμήσει σώματος μέγα ῥάκος reducirá tu cuerpo a un gran harapo A.Pr.1023, ἀρτίως διηρτάμηκε cortó miembro a miembro Anaxandr.6, ζωὸν δὲ διαρταμέοντες ὀδοῦσι desgarrándolo vivo con sus dientes de los chacales al ciervo, Opp.H.2.622, cf. Hsch.

Greek Monotonic

διαρταμέω: μέλ. -ήσω, κατακόπτω σε τεμάχια, διαμελίζω, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δι-αρταμέω in stukken scheuren.