καταρραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(19)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταρραίνω]] (AM)<br />[[ραντίζω]] με [[υγρό]], [[ρίχνω]] [[υγρό]] για [[ράντισμα]] («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥαίνω]] «[[ραντίζω]], [[ποτίζω]]»].
|mltxt=[[καταρραίνω]] (AM)<br />[[ραντίζω]] με [[υγρό]], [[ρίχνω]] [[υγρό]] για [[ράντισμα]] («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥαίνω]] «[[ραντίζω]], [[ποτίζω]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-ρραίνω [κατά, ῥαίνω] besprenkelen.
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρραίνω Medium diacritics: καταρραίνω Low diacritics: καταρραίνω Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΙΝΩ
Transliteration A: katarraínō Transliteration B: katarrainō Transliteration C: katarraino Beta Code: katarrai/nw

English (LSJ)

   A besprinkle, οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ Hp.Art.63; βίβλους ζωμῷ D.S.34.1: without dat., Ath.10.453a:—Pass. (pf. part. καταρερασμένος), Apollon. ap. Gal.12.504; of a spotted snake, κατέρρανται στιγμαῖς Philum.Ven.23.1.    II sprinkle, ὕδωρ Gp.2.32.1 (Pass.):— Pass., S.E.P.1.55.

Greek (Liddell-Scott)

καταρραίνω: ἀόρ. κατέρρανα, καταρραντίζω, καταχέω ὑγρόν τι ἠρέμα καὶ κατὰ σταγόνας, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀθήν. 453Α· τινί, μὲ πρᾶγμά τι, τῷ ζωμῷ τάς ἱερὰς βίβλους κατρρᾶναι Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61.- Παθ. (καὶ μεταφορ.) ὅσα φύλλοις κατερράδατο (γ΄ πληθυντ. ὑπερσ.) (τὸ ἁπλοῦν ἐρράδατο Ὁμ. Ἰλ. Μ. 431) Βυζ· τὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 85· τῆς θαλάσσης ἐλαίῳ καταρραινομένης Πλούτ. 2. 914F· τὸ καταρρανθὲν ὕδωρ Γεωπ. 2. 32, 1.

French (Bailly abrégé)

arroser ; Pass. être arrosé de, τινι.
Étymologie: κατά, ῥαίνω.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταρραίνω (AM)
ραντίζω με υγρό, ρίχνω υγρό για ράντισμα («καταρραίνειν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ῥαίνω «ραντίζω, ποτίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρραίνω [κατά, ῥαίνω] besprenkelen.