καθυπισχνέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθυπισχνέομαι:''' επιτετ. αντί <i>ὑπισχ-</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''καθυπισχνέομαι:''' επιτετ. αντί <i>ὑπισχ-</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καθ-υπισχνέομαι stellig beloven. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
strengthd. for ὑπισχ-, Luc.Herm.6, Rh.Pr.25, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1290] (s. ὑπισχνέομαι), versprechen, Luc. Hermot. 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθυπισχνέομαι: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπισχνέομαι, Λουκ. Ρητόρ. Διδ. 25, Ἑρμότ. 6, Ναζ. τ. 2. σ. 188D. - Καθ’ Ἡσύχ. «καθυπισχνεῖτο, ὡμολογεῖτο».
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ao. καθυπεσχόμην;
promettre.
Étymologie: κατά, ὑπισχνέομαι.
Greek Monotonic
καθυπισχνέομαι: επιτετ. αντί ὑπισχ-, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-υπισχνέομαι stellig beloven.