πρόβλητος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόβλητος:''' -ον ([[προβάλλω]]), ριγμένος έξω, πεταμένος [[μακριά]], Λατ. [[projectus]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πρόβλητος:''' -ον ([[προβάλλω]]), ριγμένος έξω, πεταμένος [[μακριά]], Λατ. [[projectus]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A thrown forth or away, κυσὶν π. cast to the dogs, S.Aj.830. II spread, beaten out into plates, ἀργύριον prob.l.in LXX Je.10.5(9).
German (Pape)
[Seite 712] vorgeworfen, μὴ ῥιφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ' ἕλωρ, Soph. Ai. 817.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβλητος: -ον, ὁ ἐρριμμένος ἔξω, Λατ. projectus, κυσὶ πρόβλητος, ἐρριμμένος εἰς τοὺς κύνας, Σοφ. Αἴ. 817.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
jeté au-devant de, livré à, τινι.
Étymologie: προβάλλω.
Greek Monolingual
-ον, Α προβάλλω
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ριχθεί έξω («μὴ ριφθῶ κυσὶν πρόβλητος οἰκνοῑς θ' ἕλωρ», Σοφ.)
2. (για μέταλλο) σφυρηλατημένος, πεπλατυσμένος σε ελάσματα.
Greek Monotonic
πρόβλητος: -ον (προβάλλω), ριγμένος έξω, πεταμένος μακριά, Λατ. projectus, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβλητος -ον [προβάλλω] voorgeworpen: met dat.. κυσὶν π. voorgeworpen aan de honden Soph. Ai. 830.