πλάξιππος: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πλάξιππος:''' -ον, Δωρ. αντί [[πλήξιππος]]. | |lsmtext='''πλάξιππος:''' -ον, Δωρ. αντί [[πλήξιππος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. πλήξιππος. πλαριᾶν· μίγνυσθαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 625] dor. statt πλήξιππ ος, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
πλάξιππος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πλήξιππος, Πίνδ.
English (Slater)
πλάξιππος, -ον
1 chariot driving πλάξιππον Θήβαν (O. 6.85) οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός (I. 2.21) cf. (Pae. 1.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. πλήξιππος.
Greek Monotonic
πλάξιππος: -ον, Δωρ. αντί πλήξιππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλᾱ́ξιππος Dor. voor πλήξιππος.