κακίων: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(5) |
(nl) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κᾰκίων:''' [[κάκιστος]], ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[κακός]]. | |lsmtext='''κᾰκίων:''' [[κάκιστος]], ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[κακός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακίων comp., zie κακός. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.
French (Bailly abrégé)
Cp. de κακός.
Greek Monolingual
κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].
Greek Monotonic
κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακίων comp., zie κακός.