κυκλωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(3)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κυκλωτός:''' закругленный, круглый (sc. [[σάκος]] Aesch.).
|elrutext='''κυκλωτός:''' закругленный, круглый (sc. [[σάκος]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκλωτός Medium diacritics: κυκλωτός Low diacritics: κυκλωτός Capitals: ΚΥΚΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kyklōtós Transliteration B: kyklōtos Transliteration C: kyklotos Beta Code: kuklwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A rounded, A.Th.540.

Greek (Liddell-Scott)

κυκλωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα κύκλου, στρογγύλος, Αἰσχύλ. Θήβ. 540.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
arrondi.
Étymologie: κυκλόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κυκλωτός, -ή, -όν) [[[κυκλώ]] (II)]
αυτός που έχει σχήμα κύκλου, στρογγυλός («ἐν χαλκηλάτῳ σάκει, κυκλωτῷ σώματος προβλήματι», Αισχύλ.)
νεοελλ.
περιφερειακόςκυκλωτός δρόμος»).
επίρρ...
κυκλωτά (Α κυκλωτῶς)
σε σχήμα κύκλου, κυκλικά, ολοτρόγυρα.

Greek Monotonic

κυκλωτός: -ή, -όν (κυκλόω), κυκλικός, στρογγυλός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κυκλωτός: закругленный, круглый (sc. σάκος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκλωτός -ή -όν [κυκλόω] rond.