συγκαταίρω: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκαταίρω:''' [[προσορμίζομαι]], [[καταπλέω]] συγχρόνως, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συγκαταίρω:''' [[προσορμίζομαι]], [[καταπλέω]] συγχρόνως, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.
German (Pape)
[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.
French (Bailly abrégé)
aborder ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, καταίρω.
Greek Monolingual
Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].
Greek Monolingual
Α
φθάνω στο λιμάνι μαζί, προσορμίζομαι ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταίρω (για πλοία) «φθάνω στο λιμάνι»].
Greek Monotonic
συγκαταίρω: προσορμίζομαι, καταπλέω συγχρόνως, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταίρω tegelijk aanleggen of voor anker gaan (bij), met πρός + acc.