κυβερνητήριος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ. | |lsmtext='''κῠβερνητήριος:''' -α, -ον = [[κυβερνητικός]], σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:08, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.
German (Pape)
[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.
Greek Monolingual
κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.
Greek Monotonic
κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.