ἁμαξίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁμαξίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[άμαξα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁμαξίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[ἅμαξα]]), αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[άμαξα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁμαξίτης:''' ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз ([[φόρτος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of or for wagon, φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 115] ὁ, zum Wagen gehörig, φόρτος Antiphil. 27 (IX, 306).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος δι’ ἅμαξαν: φόρτος Ἀνθ. Π. ΙΧ. 306.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
de chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
1 de carreta φόρτος AP 9.306 (Antiphil.).
2 caminero epít. de Hermes BCH 85.846 (Paros).
Greek Monolingual
ἁμαξίτης, ο (Α)
της άμαξας, για άμαξα
«ἁμαξίτης φόρτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + παραγ. κατάλ. -ίτης].
Greek Monotonic
ἁμαξίτης: [ῑ], -ου, ὁ (ἅμαξα), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για άμαξα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξίτης: ου (ῑ) adj. m погружаемый или погруженный на воз (φόρτος Anth.).