Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρρίγητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρρίγητος:''' -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, [[ατρόμητος]], [[τολμηρός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρρίγητος:''' (ῑ) бестрепетный Anth.
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρῑγητος Medium diacritics: ἀρρίγητος Low diacritics: αρρίγητος Capitals: ΑΡΡΙΓΗΤΟΣ
Transliteration A: arrígētos Transliteration B: arrigētos Transliteration C: arrigitos Beta Code: a)rri/ghtos

English (LSJ)

ον,

   A not shivering, daring, AP6.219 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρίγητος: -ον, ὁ μὴ ῥιγῶν, ὁ μὴ φοβούμενος, ἀτρόμητος, Ἀνθ. Π. 219.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que rien ne fait frissonner.
Étymologie: ἀ, ῥιγέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῑ-]
que no tiembla, impávido τὸν δὲ μέτ' ἀ. ἐπείσθορε ταυροφόνος θήρ AP 6.219.7 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

ἀρρίγητος, -ον (Α) [[[ριγώ]] (-έω)]
αυτός που δεν τρέμει, ο άφοβος.

Greek Monotonic

ἀρρίγητος: -ον (ῥῑγέω), αυτός που δεν φοβάται, ατρόμητος, τολμηρός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρίγητος: (ῑ) бестрепетный Anth.