κυοφορέω: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(5) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κυοφορέω:''' ([[κύω]], [[φέρω]]), είμαι [[έγκυος]], σε Λουκ. | |lsmtext='''κυοφορέω:''' ([[κύω]], [[φέρω]]), είμαι [[έγκυος]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυοφορέω [κύω, φέρω] zwanger zijn. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be with young, be pregnant, Hp.Nat.Mul.12 (v.l.), LXX Ec.11.5; ἔκ τινος by... Luc.DDeor.1.2; of the earth, Ph.1.9: metaph., ib.130: c. acc., τινα with or of... ib.251, Hld.10.18: metaph., ἡ διάνοια κ. πολλά Ph.1.183:—Pass., D.S.1.7; βρέφος κυοφορηθέν Artem.4.67, cf. 84, Porph.Marc.32, Phlp.in AP0.280.17.
German (Pape)
[Seite 1534] die Leibesfrucht tragen, schwanger gehen; Hippocr. u. Sp; ἔκ τινος, Luc. D. D. 1, 2; τινά, Hel. 10, 18; im pass., βρέφος συλληφθὲν καὶ κυοφορηθέν, Artemid. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
κυοφορέω: ἐγκυμονῶ, Ἱππ. 567. 12, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2· ἔκ τινος... ὁ αὐτ.· τινά… Ἡλιόδ. 10. 18· μεταφορ., ἡ διάνοια κ. πολλὰ Φίλων 1. 183. ― Παθ., βρέφος κυοποιηθὲν Ἀρτεμίδ. 4. 67, πρβλ. 84.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être enceinte ou pleine.
Étymologie: κύος, φέρω.
Greek Monotonic
κυοφορέω: (κύω, φέρω), είμαι έγκυος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυοφορέω [κύω, φέρω] zwanger zijn.