συντεχνάζω: Difference between revisions
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντεχνάζω:''' <b class="num">1)</b> вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);<br /><b class="num">2)</b> действовать заодно (τινί Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.
French (Bailly abrégé)
combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.
Greek Monolingual
Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].
Greek Monotonic
συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
συντεχνάζω: 1) вместе устраивать, совместно затевать (ἀπάτην Plut.);
2) действовать заодно (τινί Plut.).