περικυλινδέω: Difference between revisions
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
(5) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικῠλινδέω:''' μεταγεν. -[[κυλίω]] <i>[ῑ]</i>· αόρ. αʹ <i>-εκύλῑσα</i>· κυλιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περικῠλινδέω:''' μεταγεν. -[[κυλίω]] <i>[ῑ]</i>· αόρ. αʹ <i>-εκύλῑσα</i>· κυλιέμαι [[ολόγυρα]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-κυλινδέω doen ronddraaien. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
later περικῠλ-κυλίω [ῑ], fut. -
A κυλίσω Vett.Val.115.21: aor. 1 -εκύλῑσα :—roll round, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ar.Pax 7; περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα D.H.9.21, cf. D.S.18.34 :— Pass., of an infant, Sor.1.85 ; of the shoulder in reducing dislocation, Gal.18(1).327 : abs., roll about, Pl.Lg.893e : metaph., to be involved in, βιαίοις πράγμασι Vett.Val.42.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.206; εἰς ἕτερα πάθη Gal.19.572.
Greek (Liddell-Scott)
περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· ἀόρ. α΄ -εκύλῑσα. ― Κυλίω ὁλόγυρα ἢ τῇδε κἀκεῖσε, [ὀνίδα] περικυλίσας τοῖν ποδοῖν Ἀριστοφ. Εἰρ. 7· περικυλίοντες εἰς τὴν γῆν τὰ σώματα Διον. Ἁλ. 9. 21, πρβλ. Διόδ. 18. 34. ― Παθ., περικυλίομαι, κυλίομαι πέριξ, Λατ. versari, volutari, Πλάτ. Νόμ. 893Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
c. περικυλίω.
Étymologie: περί, κυλινδέω.
Greek Monotonic
περικῠλινδέω: μεταγεν. -κυλίω [ῑ]· αόρ. αʹ -εκύλῑσα· κυλιέμαι ολόγυρα, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κυλινδέω doen ronddraaien.