ἀγανοβλέφαρος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀγᾰνοβλέφᾰρος:''' -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, [[γλυκό]] [[βλέμμα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγανοβλέφαρος:''' ласково смотрящий Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A mild-eyed, Πειθώ Ibyc.5, cf.AP9.604 (Nossis).
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, holdäugig, Noss. 9 (IX, 604); Πειθώ Ibyc. frg. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰνοβλέφαρος: -ον, ὁ γλυκεῖς ἔχων ὀφθαλμούς, Πειθώ, Ἴβυκ. 4., Ἀνθ. Π. 9. 604.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au doux regard.
Étymologie: ἀγανός, βλέφαρον.
Spanish (DGE)
(ἀγᾰνοβλέφᾰρος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
de ojos benévolos Πειθώ Ibyc.7.3
•subst. ἡ ἀ. AP 9.604 (Noss.).
Greek Monotonic
ἀγᾰνοβλέφᾰρος: -ον, αυτός που έχει γλυκά μάτια, γλυκό βλέμμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγανοβλέφαρος: ласково смотрящий Anth.