ἰαλεμίστρια: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰᾱλεμίστρια:''' Ιων. ἰηλ-, ἡ, [[γυναίκα]] που θρηνολογεί, [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἰᾱλεμίστρια:''' Ιων. ἰηλ-, ἡ, [[γυναίκα]] που θρηνολογεί, [[μοιρολογίστρα]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰᾱλεμίστρια:''' ион. [[ἰηλεμίστρια]] ἡ плакальщица Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἰηλ-, ἡ,
A wailing woman, A.Ch.424 (lyr., Herm., from Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1232] ἡ, ion. ἰηλεμίστρια, die Klagende, s. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱλεμίστρια: Ἰων. ἰηλ-, ἡ, γυνὴ θρηνοῦσα, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Χο. 424 κατὰ τὸν Ἕρμανν., ἐκ τοῦ Ἡσυχ. (ἰηλεμιστρίας· θρηνητρίας), πρβλ. Κίσσιος.
Greek Monolingual
ἰαλεμίστρια, ιων. τ. ἰηλεμίστρια, ἡ (Α) ιαλεμίζω
γυναίκα που θρηνεί.
Greek Monotonic
ἰᾱλεμίστρια: Ιων. ἰηλ-, ἡ, γυναίκα που θρηνολογεί, μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰᾱλεμίστρια: ион. ἰηλεμίστρια ἡ плакальщица Aesch.