πάμφλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
|lsmtext='''πάμφλεκτος:''' -ον ([[φλέγω]]), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμφλεκτος:''' ярко пылающий (βωμοί, [[πῦρ]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 11:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμφλεκτος Medium diacritics: πάμφλεκτος Low diacritics: πάμφλεκτος Capitals: ΠΑΜΦΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: pámphlektos Transliteration B: pamphlektos Transliteration C: pamflektos Beta Code: pa/mflektos

English (LSJ)

ον,

   A all-blazing, βωμοί S.Ant.1006; π. πῦρ Id.El.1139, Axionic.4.11.

German (Pape)

[Seite 455] ganz entflammt, ganz brennend; βωμοί, Soph. Ant. 1006; πῦρ, El. 1128, wie Axionic. bei Ath. VIII, 372 b.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφλεκτος: -ον, πλήρης φλογῶν, ἢ ὁ τὰ πάντα κατακαίων, βωμοὶ Σοφ. Ἀντ. 1006 . π. πῦρ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1139 . πυρὶ παμφλέκτῳ παραδώσω; Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» 1. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout enflammé, tout ardent.
Étymologie: πᾶν, φλέγω.

Greek Monolingual

πάμφλεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα
2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].

Greek Monotonic

πάμφλεκτος: -ον (φλέγω), αυτός που κατακαίει τα πάντα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πάμφλεκτος: ярко пылающий (βωμοί, πῦρ Soph.).