διομολόγησις: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διομολόγησις:''' -εως, ἡ, [[συμφωνία]], σε Πολύβ. | |lsmtext='''διομολόγησις:''' -εως, ἡ, [[συμφωνία]], σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διομολόγησις:''' εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
pacto πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9
•contrato concerniente a ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10.
Greek Monotonic
διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
διομολόγησις: εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.