περισίδηρος: Difference between revisions

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[γύρω]] [[γύρω]] καλυμμένος με σίδηρο, που έχει [[ολόγυρα]] σίδηρο.
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[γύρω]] [[γύρω]] καλυμμένος με σίδηρο, που έχει [[ολόγυρα]] σίδηρο.
}}
{{elru
|elrutext='''περισίδηρος:''' (σῐ) обитый железом (τύλοι Diod.).
}}
}}

Revision as of 11:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισῐδηρος Medium diacritics: περισίδηρος Low diacritics: περισίδηρος Capitals: ΠΕΡΙΣΙΔΗΡΟΣ
Transliteration A: perisídēros Transliteration B: perisidēros Transliteration C: perisidiros Beta Code: perisi/dhros

English (LSJ)

ον,

   A cased with iron, D.S.3.33.

German (Pape)

[Seite 591] rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.

Greek (Liddell-Scott)

περισίδηρος: -ον, ἔχων ὁλόγυρα σίδηρον, περικεκαλυμμένος διὰ σιδήρου, Διόδ. 3. 33.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που είναι γύρω γύρω καλυμμένος με σίδηρο, που έχει ολόγυρα σίδηρο.

Russian (Dvoretsky)

περισίδηρος: (σῐ) обитый железом (τύλοι Diod.).