ἐπιξένωσις: Difference between revisions

From LSJ

διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water

Source
(13)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιξένωσις]], ἡ (Α) [[επιξενούμαι]]<br />[[επίσκεψη]] ξένου τόπου και [[επικοινωνία]], [[σχέση]] με τους [[εκεί]] κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
|mltxt=[[ἐπιξένωσις]], ἡ (Α) [[επιξενούμαι]]<br />[[επίσκεψη]] ξένου τόπου και [[επικοινωνία]], [[σχέση]] με τους [[εκεί]] κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», <b>Διόδ.</b> Σικ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιξένωσις:''' εως ἡ пребывание за границей Diod.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιξένωσις Medium diacritics: ἐπιξένωσις Low diacritics: επιξένωσις Capitals: ΕΠΙΞΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: epixénōsis Transliteration B: epixenōsis Transliteration C: epiksenosis Beta Code: e)pice/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A hospitable relations, pl., D.S.31.13, SIG888.140 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 967] ἡ, Ankunft eines Gastfreundes, Philostr. iun. im. 13; Besuch an einem fremden Ort, Bekanntschaft daselbst, D. Sic. exc. 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξένωσις: -εως, ἡ, τὸ διατρίβειν ἐν τῇ ξένῃ καὶ συσχετίζεσθαι μετὰ τῶν ἐκεῖ οἰκούντων, Διοδ. Ἐκλογ. 582.

Greek Monolingual

ἐπιξένωσις, ἡ (Α) επιξενούμαι
επίσκεψη ξένου τόπου και επικοινωνία, σχέση με τους εκεί κατοίκους («πολλῶν ἐν αὐτοῑς γνωριζομένων διὰ τὰς γεγενημένας ἐπιξενώσεις», Διόδ. Σικ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπιξένωσις: εως ἡ пребывание за границей Diod.