δυστοκεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυστοκεύς:''' -έως, ὁ, [[άτυχος]], δυστυχισμένος [[γονιός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''δυστοκεύς:''' -έως, ὁ, [[άτυχος]], δυστυχισμένος [[γονιός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυστοκεύς:''' έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστοκεύς Medium diacritics: δυστοκεύς Low diacritics: δυστοκεύς Capitals: ΔΥΣΤΟΚΕΥΣ
Transliteration A: dystokeús Transliteration B: dystokeus Transliteration C: dystokeys Beta Code: dustokeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, ἡ,

   A suffering in child-birth, δυστοκέες ἀλετρίδες Call.Del. 242; unhappy parent, δ. τοκέες IG14.2125.

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225).

Greek (Liddell-Scott)

δυστοκεύς: έως, ὁ, ἀτυχὴς γονεύς, δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
malheureux père ; plur. malheureux parents.
Étymologie: δυσ-, τοκεύς.

Spanish (DGE)

-έως

• Morfología: [plu. nom. δυστοκέες]
1 que padece en el parto ἀλετρίδες Call.Del.242.
2 que es padre desgraciado δυστοκέες τοκέες infelices progenitores, IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.).

Greek Monolingual

δυστοκεύς, ο, η (Α)
άτυχος γονιός.

Greek Monotonic

δυστοκεύς: -έως, ὁ, άτυχος, δυστυχισμένος γονιός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυστοκεύς: έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).