κύνα: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(5)
(3)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κύνα:''' αιτ. του [[κύων]].
|lsmtext='''κύνα:''' αιτ. του [[κύων]].
}}
{{elnl
|elnltext=κύνα acc. sing. van κύων.
}}
{{elru
|elrutext='''κύνα:''' acc. к [[κύων]].
}}
}}

Latest revision as of 11:48, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

v. κύων.

Greek Monolingual

κύνα, ἡ (Μ)
σκύλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. του κύων, κυνός, με αλλαγή γένους].

Greek Monotonic

κύνα: αιτ. του κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύνα acc. sing. van κύων.

Russian (Dvoretsky)

κύνα: acc. к κύων.