ταλασιουργία: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[ταλασιουργός]]<br />η [[κατεργασία]] του μαλλιού, [[ιδίως]] το [[γνέσιμο]] και το ξάσιμό του.
|mltxt=ἡ, Α [[ταλασιουργός]]<br />η [[κατεργασία]] του μαλλιού, [[ιδίως]] το [[γνέσιμο]] και το ξάσιμό του.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργία:''' ἡ Plat. = [[ταλασία]].
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσιουργία Medium diacritics: ταλασιουργία Low diacritics: ταλασιουργία Capitals: ΤΑΛΑΣΙΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: talasiourgía Transliteration B: talasiourgia Transliteration C: talasiourgia Beta Code: talasiourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ταλασία, Pl.Plt.282c, 283a, Corn.ND20, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.4.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, = ταλασία, Plat. Polit. 282 a Lys. 208 d u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσιουργία: ἡ, τὸ ταλασιουργεῖν, ἡ τῶν ἐρίων ἐργασία, Πλάτ. Πολιτικ. 282C, 283Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ταλασιουργία· τῶν ἐρίων τὰ ἔργα».

Greek Monolingual

ἡ, Α ταλασιουργός
η κατεργασία του μαλλιού, ιδίως το γνέσιμο και το ξάσιμό του.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσῐουργία: ἡ Plat. = ταλασία.