συνεξίσταμαι: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον. | |mltxt=Α [[ἐξίσταμαι]]<br />[[εξέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με άλλον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξίσταμαι:''' (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A make common cause with, Plb.3.34.9, 3.68.8, 5.39.4.
German (Pape)
[Seite 1016] (s. ἵστημι), mit od. zugleich aufstehen und herausgehen, in den Kampf ziehen, Pol. 3, 34, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξίσταμαι: Παθητ., συνεξανίσταμαι, εὐθύμως δὲ τῶν ὄχλων αὐτῷ συνεξισταμένων Πολύβ. 3. 34, 9, πρβλ. 5. 39, 4.
Greek Monolingual
Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.
Greek Monolingual
Α ἐξίσταμαι
εξέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συνεξίσταμαι: (fut. συνεκστήσομαι, aor. 2 συνεξέστην) вместе выходить (на бой), одновременно выступать Polyb.