σταχυητόμος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στᾰχυητόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, [[θεριστικός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στᾰχυητόμος:''' -ον ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, [[θεριστικός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στᾰχυητόμος:''' срезающий колосья, жатвенный ([[ὅπλον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A cutting ears of corn, reaping, ὅπλον AP6.95 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 931] Aehren schneidend, ὅπλον, heißt die Sichel, Antiphil. 4 (VI, 95).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυητόμος: -ον, ὁ κόπτων στάχυας σίτου, θερίζων, ὅπλον Ἀνθ. Π. 6. 95. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. 319.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe des épis.
Étymologie: στάχυς, τέμνω.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. σταχυοτόμος.
Greek Monotonic
στᾰχυητόμος: -ον (τέμνω), αυτός που κόβει στάχυα σιταριού, θεριστικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στᾰχυητόμος: срезающий колосья, жатвенный (ὅπλον Anth.).