καταξίωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταξίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐκτίμησις]] ἢ σεβασμὸς [[πρός]] τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. [[μετὰ]] τοῦ [[κατάπληξις]], ὁ αὐτ. 8. 22, 4. | |lstext='''καταξίωσις''': -εως, ἡ, [[ἐκτίμησις]] ἢ σεβασμὸς [[πρός]] τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. [[μετὰ]] τοῦ [[κατάπληξις]], ὁ αὐτ. 8. 22, 4. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καταξίωσις:''' εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A high esteem, reputation, Plb.1.78.1.
German (Pape)
[Seite 1367] ἡ, Würdigung, Schätzung, Hochachtung, Pol. 1, 78, 1 u. öfter, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξίωσις: -εως, ἡ, ἐκτίμησις ἢ σεβασμὸς πρός τινα, τινος Πολύβ. 1. 78, 1· συνάπτ. μετὰ τοῦ κατάπληξις, ὁ αὐτ. 8. 22, 4.
Russian (Dvoretsky)
καταξίωσις: εως ἡ почтительное отношение, почетное положение (Ἀμίλκου τοῦ στρατηγοῦ Polyb.).