ὀπισθόπους: Difference between revisions

From LSJ

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπισθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει [[πίσω]], που ακολουθεί, [[ακόλουθος]], σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. [[Οἰδίπους]]), σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀπισθόπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει [[πίσω]], που ακολουθεί, [[ακόλουθος]], σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. [[Οἰδίπους]]), σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπισθόπους:''' ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 12:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθόπους Medium diacritics: ὀπισθόπους Low diacritics: οπισθόπους Capitals: ΟΠΙΣΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: opisthópous Transliteration B: opisthopous Transliteration C: opisthopous Beta Code: o)pisqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,

   A walking behind, following, attendant, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος E. Hipp.54, cf. 1179, A.Ch.713.    II = ὑποστρέψας, one who has returned, Hsch.

German (Pape)

[Seite 358] ποδος, hinterher gehend, folgend, der Diener; προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος, Eur. Hipp. 54, vgl. 1179; Aesch. hat den acc. plur., ὀπισθόπους τούσδε, Ch. 702, wie oft die Endung -πους in -πος verkürzt wird.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό· ὁ ὄπισθεν περιπατῶν, ἀκόλουθος, ὀπαδός, θεράπων, προσπόλων ὀπισθόπους κῶμος Εὐριπ. Ἱππ. 54, ἔνθα ἴδε Monk καὶ Valck. αὐτόθι 1177· οὕτως, Αἰσχύλ. Χο. 713 ἐν τῷ τύπῳ ὀπισθόπος (πρβλ. ἀελλόπος, Οἰδίπος. πουλύπος), ἐκτὸς ἂν μετὰ Ἑρμάνν. ἀναγνώσωμεν: ὀπισθόπουν δὲ τοῦδε καὶ ξυνέμπορον. ΙΙ. = ὑποστρέψας, ὁ, ἐπανελθών, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ους, ους ; gén. ὀπισθόποδος,
qui va derrière, suivant, serviteur.
Étymologie: ὄπισθεν, πούς.

Greek Monolingual

ὀπισθόπους, ὁ, ἡ, ουδ. όπισθόπουν (Α)
1. αυτός που βαδίζει από πίσω, ακόλουθος, οπαδός, υπηρέτης
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποστρέψας», αυτός που επέστρεψε, που επανήλθε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + πούς, ποδός].

Greek Monotonic

ὀπισθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που βαδίζει πίσω, που ακολουθεί, ακόλουθος, σε Ευρ.· επίσης, ὀπίσθοπος (πρβλ. Οἰδίπους), σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπισθόπους: ποδος ὁ и ἡ следующий сзади, т. е. слуга Aesch., Eur.