ἀηδόνιος: Difference between revisions
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀηδόνιος:''' -ον, αυτός που ανήκει σε [[αηδόνι]], [[γόος]], [[νόμος]] [[ἀηδόνιος]], ο [[θρήνος]] του αηδονιού, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀηδόνιος:''' -ον, αυτός που ανήκει σε [[αηδόνι]], [[γόος]], [[νόμος]] [[ἀηδόνιος]], ο [[θρήνος]] του αηδονιού, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀηδόνιος:''' соловьиный ([[γόος]] Aesch.; [[νόμος]] Arph.): ἀ. [[πέτρα]] Eur. скала, оглашаемая соловьиным пением. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A of a nightingale, γόος, νόμος ἀ., A.Fr.291, Ar.Ra.684. 2 of sleep, light, Nicoch.4 D., cf. Nonn.D.5.411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδόνιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ἀηδόνα, γόος, νόμος ἀ., ὁ θρῆνος τῆς ἀηδόνος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 420, Ἀριστοφ. Βάτ. 684· πρβλ. ἀηδόνειος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de rossignol.
Étymologie: ἀηδών.
Spanish (DGE)
-ον
1 del ruiseñor, γόος A.Fr.749, νόμος Ar.Ra.684
•fig. como el del ruiseñor κλαγγή Nicom.Trag.13
•del sueño como el del ruiseñor, muy ligero Nicoch.19, Nonn.D.5.411.
2 frecuentado por los ruiseñores πέτρα E.Io.1482.
Greek Monotonic
ἀηδόνιος: -ον, αυτός που ανήκει σε αηδόνι, γόος, νόμος ἀηδόνιος, ο θρήνος του αηδονιού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδόνιος: соловьиный (γόος Aesch.; νόμος Arph.): ἀ. πέτρα Eur. скала, оглашаемая соловьиным пением.