κλαδάσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(20) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλαδάσσομαι]] (Α)<br />κινούμαι με [[ορμή]] («[[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. του [[κλαδαρός]] «[[εύθραυστος]]». Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[κλαδαρός]]. | |mltxt=[[κλαδάσσομαι]] (Α)<br />κινούμαι με [[ορμή]] («[[αἷμα]] κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από το θ. του [[κλαδαρός]] «[[εύθραυστος]]». Για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[κλαδαρός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' волноваться, бурлить ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass.,
A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.
Greek Monolingual
κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.
Russian (Dvoretsky)
κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).