πολλαπλήσιος: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολλαπλήσιος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[πολλαπλάσιος]]. | |lsmtext='''πολλαπλήσιος:''' -η, -ον, Ιων. αντί [[πολλαπλάσιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολλαπλήσιος:''' ион. = [[πολλαπλάσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον, Ion. for πολλαπλάσιος.
German (Pape)
[Seite 658] ion. = πολλαπλάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ πολλαπλάσιος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολλαπλάσιος.
Greek Monolingual
-ίη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. πολλαπλάσιος.
Greek Monotonic
πολλαπλήσιος: -η, -ον, Ιων. αντί πολλαπλάσιος.
Russian (Dvoretsky)
πολλαπλήσιος: ион. = πολλαπλάσιος.