εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐστροφάλιγξ:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, [[σγουρομάλλης]], [[κατσαρός]], λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐστροφάλιγξ:''' ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся ([[κόμη]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ,
A curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.
Greek Monolingual
εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].
Greek Monotonic
εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).