χεράς: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
(46) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>χεράδες</i><br />«αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χέραδος]], ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] από έναν τ. <i>χεραδος</i>, ο [[οποίος]] έχει αναγνωσθεί [[είτε]] ως [[χέραδος]] της αιτ. πτώσης του ουδ. [[είτε]] ως <i>χεράδος</i>, [[οπότε]] θα αντιστοιχούσε στη γεν. ενός θηλ. [[χεράς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>άς</i>, <i>χερμ</i>-<i>άς</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χεράς]] υποτίθεται η ύπαρξη ενός τ. [[σχεράς]] ως β' συνθετικό στον τ. <i>πολυ</i>-<i>σχεράδος</i> (<i>Μυκόνοιο</i>), ο [[οποίος]], όμως, ανάγεται, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], στη λ. [[σχερός]] «[[ακτή]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πολυσχεράς]])]. | |mltxt=-[[άδος]], ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>χεράδες</i><br />«αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. της λ. [[χέραδος]], ο [[οποίος]] έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] από έναν τ. <i>χεραδος</i>, ο [[οποίος]] έχει αναγνωσθεί [[είτε]] ως [[χέραδος]] της αιτ. πτώσης του ουδ. [[είτε]] ως <i>χεράδος</i>, [[οπότε]] θα αντιστοιχούσε στη γεν. ενός θηλ. [[χεράς]] (<b>πρβλ.</b> <i>λιθ</i>-<i>άς</i>, <i>χερμ</i>-<i>άς</i>). Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[χεράς]] υποτίθεται η ύπαρξη ενός τ. [[σχεράς]] ως β' συνθετικό στον τ. <i>πολυ</i>-<i>σχεράδος</i> (<i>Μυκόνοιο</i>), ο [[οποίος]], όμως, ανάγεται, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], στη λ. [[σχερός]] «[[ακτή]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πολυσχεράς]])]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χεράς:''' άδος ἡ смешанный с камнями и песком поток Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1349] άδος, ἡ, ein Haufen oder eine Hand voll Steine, Kieshaufen, bes. Gerölle von Sand und Kies, wie es die Ströme anschwemmen; ἅλις χεράδος περιχεύας, μυρίον Il. 21, 319, s. aber das Vorige; παμφόρῳ χεράδι τυπτόμενος Pind. P. 6, 13; βωμὸν χεράδος περινήνεον Ap. Rh. 1, 423. – Die obige Erkl. beruht auf der Ableitung von χείρ; richtiger scheint das Wort aber auf χέρσος, χέῤῥος, ξηρός zurückzuführen, so daß »hart«, »fest« die Grundbdtg ist. – Vgl. auch χερμάς, χοιράς.
Greek Monolingual
-άδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. χεράδες
«αἱ τῶν χειμάρρων ποταμῶν λιθώδεις ἀθροίσεις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. χέραδος, ο οποίος έχει σχηματιστεί υστερογενώς από έναν τ. χεραδος, ο οποίος έχει αναγνωσθεί είτε ως χέραδος της αιτ. πτώσης του ουδ. είτε ως χεράδος, οπότε θα αντιστοιχούσε στη γεν. ενός θηλ. χεράς (πρβλ. λιθ-άς, χερμ-άς). Παρλλ. προς τον τ. χεράς υποτίθεται η ύπαρξη ενός τ. σχεράς ως β' συνθετικό στον τ. πολυ-σχεράδος (Μυκόνοιο), ο οποίος, όμως, ανάγεται, κατ' άλλη άποψη, στη λ. σχερός «ακτή» (βλ. λ. πολυσχεράς)].
Russian (Dvoretsky)
χεράς: άδος ἡ смешанный с камнями и песком поток Pind.