καλήμερος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰλήμερος:''' -ον ([[ἡμέρα]]), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλήμερος:''' имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.
}}
}}

Revision as of 12:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλήμερος Medium diacritics: καλήμερος Low diacritics: καλήμερος Capitals: ΚΑΛΗΜΕΡΟΣ
Transliteration A: kalḗmeros Transliteration B: kalēmeros Transliteration C: kalimeros Beta Code: kalh/meros

English (LSJ)

ον,

   A bringing a fair day (opp. κακήμερος), AP9.508 (Pall.); καλήμερε, Χαῖρε Mim.Oxy.413.67.

German (Pape)

[Seite 1308] der einen guten Tag hat, Pallad. 143 (IX, 508).

Greek (Liddell-Scott)

καλήμερος: -ον, ἔχων καλὰς ἢ εὐτυχεῖς ἡμέρας, Ἀνθ. Παλ. 9.508.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des jours heureux, qui a un jour de bonheur.
Étymologie: καλός, ἡμέρα.

Greek Monolingual

καλήμερος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλές, ευτυχισμένες μέρες, δηλ. ευτυχισμένη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. μακρο-ήμερος, ολο-ήμερος].

Greek Monotonic

κᾰλήμερος: -ον (ἡμέρα), αυτός που διάγει ευτυχισμένες μέρες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλήμερος: имеющий счастливый день, т. е. счастливый Anth.