ὀρνίθιον: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρνίθιον:''' [νῑ], τό, υποκορ. του [[ὄρνις]], μικρό πουλί, [[πουλάκι]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ὀρνίθιον:''' [νῑ], τό, υποκορ. του [[ὄρνις]], μικρό πουλί, [[πουλάκι]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρνίθιον:''' (νῑ) τό маленькая птичка, пичужка Her., Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄρνις,
A small bird, Hdt.2.77, Ar. Av.223, Arist.HA609a16, al. ; esp. chicken, Cratin.113 ; τὰ χοιρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ' ὀ. Stratt.58.
German (Pape)
[Seite 383] τό, dim. zu ὄρνις, Vögelchen, Her. 2, 77; bes. Hühnchen, oft bei Comic., vgl. Ath. IX, 373; Plut. Artax. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνίθιον: [νῑ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρνις, μικρὸν πτηνόν, Ἡρόδ. 2. 77, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15, κ. ἀλλ.· μάλιστα «ὀρνιθόπουλον», Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 3· τὰ χειρίδια τέθνηκε καὶ τὰ μίκρ’ ὀρν. Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit oiseau.
Étymologie: ὄρνις.
Greek Monotonic
ὀρνίθιον: [νῑ], τό, υποκορ. του ὄρνις, μικρό πουλί, πουλάκι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνίθιον: (νῑ) τό маленькая птичка, пичужка Her., Arst., Plut.