ὀχυρότης: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(6_12)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀχῠρότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀχυρός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ φρουρίου, τόπου ἢ θέσεως, Πολύβ. 5. 62, 6., 7. 15, 2, κλ.
|lstext='''ὀχῠρότης''': -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ [[ὀχυρός]], [[μάλιστα]] ἐπὶ φρουρίου, τόπου ἢ θέσεως, Πολύβ. 5. 62, 6., 7. 15, 2, κλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχῠρότης:''' ητος ἡ укрепленность, неприступность (αἱ ὀχυρότητες τῶν τόπων Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:35, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρότης Medium diacritics: ὀχυρότης Low diacritics: οχυρότης Capitals: ΟΧΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: ochyrótēs Transliteration B: ochyrotēs Transliteration C: ochyrotis Beta Code: o)xuro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A firmness, strength, esp. of a stronghold or country, -τητος μετέχειν Aen. Tact.22.2, cf. J.AJ3.14.2: pl., Plb.5.62.6,7.15.2.

German (Pape)

[Seite 431] ητος, ἡ, Festigkeit, Haltbarkeit eines befestigten Ortes; πιστεύειν ταῖς ὀχυρότησι τῶν τόπων, Pol. 5, 62, 6; D. Sic. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ ὀχυρός, μάλιστα ἐπὶ φρουρίου, τόπου ἢ θέσεως, Πολύβ. 5. 62, 6., 7. 15, 2, κλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχῠρότης: ητος ἡ укрепленность, неприступность (αἱ ὀχυρότητες τῶν τόπων Polyb.).