πρόστηξις: Difference between revisions
From LSJ
(35) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[προστήκομαι]]<br />[[προσκόλληση]], [[αφοσίωση]] («[[πρόστηξις]] τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=-ήξεως, ἡ, Α [[προστήκομαι]]<br />[[προσκόλληση]], [[αφοσίωση]] («[[πρόστηξις]] τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόστηξις:''' εως ἡ привязанность, тяготение (τῆς ψυχῆς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A attachment, devotion, τῆς φυχῆς Plu.2.1089c.
German (Pape)
[Seite 782] ἡ, Anhänglichkeit, τῆς ψυχῆς, Plut. non posse 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de se fondre sur ; fig. action de s’attacher à.
Étymologie: προστήκω.
Greek Monolingual
-ήξεως, ἡ, Α προστήκομαι
προσκόλληση, αφοσίωση («πρόστηξις τῆς ψυχῆς», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
πρόστηξις: εως ἡ привязанность, тяготение (τῆς ψυχῆς Plut.).