ἀκρόβολος: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από [[μακριά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἀκροβόλος]], (παροξ.) <i>ὁ</i>, [[τοξότης]], [[ακοντιστής]].
|lsmtext='''ἀκρόβολος:''' -ον ([[βάλλω]]), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από [[μακριά]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[ἀκροβόλος]], (παροξ.) <i>ὁ</i>, [[τοξότης]], [[ακοντιστής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρόβολος:''' поражаемый сверху (ἐπάλξεις Aesch.).
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόβολος Medium diacritics: ἀκρόβολος Low diacritics: ακρόβολος Capitals: ΑΚΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: akróbolos Transliteration B: akrobolos Transliteration C: akrovolos Beta Code: a)kro/bolos

English (LSJ)

ον, Pass.,

   A struck from afar, A.Th.158.    II ἀκρο-βόλος, ὁ, one who throws from afar, skirmisher, IG5(1).1426.10 (Messene, iv/iii B. C.), Hsch., Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόβολος: -ον, παθ. ὁ μακρόθεν πληγείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 158. ΙΙ. ἀκροβόλος, ὁ, ὁ μακρόθεν βάλλων, «ἀκοντιστής, τοξότης», Ἡσύχ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de loin.
Étymologie: ἄκρος, βάλλω.

Greek Monotonic

ἀκρόβολος: -ον (βάλλω), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από μακριά, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ἀκροβόλος, (παροξ.) , τοξότης, ακοντιστής.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόβολος: поражаемый сверху (ἐπάλξεις Aesch.).