ἔποχον: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔποχον:''' τό, πάνινο [[κάλυμμα]] [[σέλας]], [[περικάλυμμα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἔποχον:''' τό, πάνινο [[κάλυμμα]] [[σέλας]], [[περικάλυμμα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔποχον:''' τό попона или седло Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.
German (Pape)
[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
selle de cavalier.
Étymologie: ἔποχος.
Greek Monotonic
ἔποχον: τό, πάνινο κάλυμμα σέλας, περικάλυμμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔποχον: τό попона или седло Xen.