φυκίς: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(45)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]].[[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>συναγρ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. ως όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phycis]].
|mltxt=-[[ίδος]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(λόγ. τ.) <b>ζωολ.</b> α) [[γένος]] θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών<br />β) [[γένος]] ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων<br /><b>αρχ.</b><br />θηλ. τ. του [[φύκης]].[[ΕΤΥΜΟΛ</i>. <span style="color: red;"><</span> [[φύκης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>συναγρ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. ως όρος της νεοελλ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phycis]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῡκίς:''' ίδος ἡ самка рыбы [[φύκης]] Arst., Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 13:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡκίς Medium diacritics: φυκίς Low diacritics: φυκίς Capitals: ΦΥΚΙΣ
Transliteration A: phykís Transliteration B: phykis Transliteration C: fykis Beta Code: fuki/s

English (LSJ)

ἡ,

   A v. φύκης.

German (Pape)

[Seite 1313] ίδος, ἡ, das Weibchen des Fisches φύκης, Arist. H. A. 8, 2; Alexis bei Ath. III, 107 (V. 12); λιμενῖτις, ἐρυθρή, Apollnds 7. 23 (VI, 105. VII, 702).

Greek (Liddell-Scott)

φῡκίς: ἡ ἴδε ἐν λ. φύκης.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
la femelle d’un poisson qui vit dans les algues.
Étymologie: φῦκος.

Greek Monolingual

-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
(λόγ. τ.) ζωολ. α) γένος θαλάσσιων γαδόμορφων ιχθύων τών εύκρατων περιοχών
β) γένος ετερόνευρων λεπιδόπτερων εντόμων
αρχ.
θηλ. τ. του φύκης.[[ΕΤΥΜΟΛ. < φύκης + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. συναγρ-ίς). Η λ. ως όρος της νεοελλ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. νεολατ. phycis]].

Russian (Dvoretsky)

φῡκίς: ίδος ἡ самка рыбы φύκης Arst., Plut., Anth.