χρηματοποιός: Difference between revisions
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρημᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν. | |lsmtext='''χρημᾰτοποιός:''' -όν ([[ποιέω]]), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρημᾰτοποιός:''' умеющий наживать: [[πρᾶγμα]] χρηματοποιόν Arph. создание, ловкое насчет наживы; [[τέχνη]] χ. Xen. прибыльное искусство, доходное дело. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A money-making, money-getting, Ar. Ec.442; τέχνη X.Oec.20.15.
German (Pape)
[Seite 1374] Vermögen verschaffend, gewährend; Ar. Eccl. 442; Xen. Oec. 20, 15.
Greek (Liddell-Scott)
χρημᾰτοποιός: -όν, ὁ χρημάτων ποριστικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442· τέχνη Ξεν. Οἰκ. 20, 15.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui procure des richesses, de l’argent.
Étymologie: χρῆμα, ποιέω.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός με τον οποίο αποκτά κανείς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ποιός].
Greek Monotonic
χρημᾰτοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κερδίζει, βγάζει χρήματα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χρημᾰτοποιός: умеющий наживать: πρᾶγμα χρηματοποιόν Arph. создание, ловкое насчет наживы; τέχνη χ. Xen. прибыльное искусство, доходное дело.