σιδηρόνωτος: Difference between revisions
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ. | |lsmtext='''σῐδηρόνωτος:''' -ον, αυτός που έχει σιδερένια [[νώτα]] ([[ασπίδα]]), σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηρόνωτος:''' с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A iron-backed, ἀσπίδος τύποι E.Ph. 1130.
German (Pape)
[Seite 879] mit eisernem Rücken, ἀσπίδος τύποι, Eur. Phoen. 1137.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων σιδηρᾶ νῶτα, ἀσπίδος τύποι Εὐρ. Φοίν. 1130.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au dos de fer.
Étymologie: σίδηρος, νῶτος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει σιδερένια νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νωτος (< νῶτον), πρβλ. χαλκό-νωτος].
Greek Monotonic
σῐδηρόνωτος: -ον, αυτός που έχει σιδερένια νώτα (ασπίδα), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρόνωτος: с железной спиной (ἀσπίδος τύποι Eur.).