ὡρονομέω: Difference between revisions
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὡρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυβερνώ]] την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὡρονομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[κυβερνώ]] την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡρονομέω:''' астрол. (о небесных светилах) определять (γένεσίν τινος Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be in the ascendant, Man.1.58,339: c. acc., Κρόνος ὡρονομεῖ τετραπόδων γένεσιν AP11.383 (Pall.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρονομέω: κυβερνῶ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως, ἐπὶ πλανητῶν, Μανέθων 1. 58, 339· μετ’ αἰτιατ., γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Ἀνθολ. Παλατ. 11. 383.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tirer l’horoscope de qqn;
2 présider à la naissance de qqn.
Étymologie: ὡρονόμος.
Greek Monotonic
ὡρονομέω: μέλ. -ήσω, κυβερνώ την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὡρονομέω: астрол. (о небесных светилах) определять (γένεσίν τινος Anth.).