αἰνόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰνόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''αἰνόγᾰμος:''' -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἰνόγᾰμος:''' вступивший в несчастный брак ([[Πάρις]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 13:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνόγᾰμος Medium diacritics: αἰνόγαμος Low diacritics: αινόγαμος Capitals: ΑΙΝΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: ainógamos Transliteration B: ainogamos Transliteration C: ainogamos Beta Code: ai)no/gamos

English (LSJ)

ον,

   A fatally wedded, E.Hel.1120 (lyr.), Orph.A.867, Man.3.148.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνόγᾰμος: -ον, ὁ ὀλέθριον, δεινὸν γάμον συνάψας, Εὐρ. Ἑλ. 1120. Ὀρφ. Ἀργ. 875· πρβλ. αἰνόλεκτρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au funeste hymen.
Étymologie: αἰνός, γάμος.

Spanish (DGE)

(αἰνόγᾰμος) -ον
cuyo matrimonio trae desgraciade Paris, E.Hel.1120, Medea, Orph.A.867, Helena Trag.Adesp.644.40, Edipo, Opp.C.1.261, Sémele, Nonn.D.8.328, cf. Man.3.148.

Greek Monotonic

αἰνόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰνόγᾰμος: вступивший в несчастный брак (Πάρις Eur.).