ἔκνοος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], -ουν, [[ανόητος]], [[παράφρων]], Λατ. [[amens]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἔκνοος:''' -ον, συνηρ. -[[νους]], -ουν, [[ανόητος]], [[παράφρων]], Λατ. [[amens]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκνοος:''' стяж. [[ἔκνους]] 2 безумный, помешавшийся (ὑπὸ [[γήρως]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἔκνους, ουν,
A senseless, ὑπὸ γήρως Plu.CG19.
German (Pape)
[Seite 770] ον, zsgzgn ἔκνους, unverständig, sinnlos, Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ἄνους, ἀνόητος, ἄφρων, Λατ. amens, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. ἔκνους, -ουν Plu.CG 19, Sch.Gen.Il.13.395
que ha perdido la razón, enajenado ὑπὸ γήρως Plu.l.c., ἔκφρων ἐγένετο καὶ ἔ. ὁ ἡνίοχος Sch.Gen.Il.l.c.
•inconsciente, irreflexivo ἦτορ Gr.Naz.M.37.1277A, c. gen. βροτέης ἔ. εὐπαθίης Gr.Naz.M.37.1319A.
Greek Monotonic
ἔκνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ανόητος, παράφρων, Λατ. amens, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκνοος: стяж. ἔκνους 2 безумный, помешавшийся (ὑπὸ γήρως Plut.).