ἀβουκόλητος: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβουκόλητος:''' -ον ([[βουκολέω]]), [[αποίμαντος]], αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀβουκόλητος:''' -ον ([[βουκολέω]]), [[αποίμαντος]], αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., [[απαρατήρητος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβουκόλητος:''' досл. неохраняемый, перен. незамеченный, оставленный без внимания: ἀβουκόλητον τοῦτ᾽ ἐμῷ φρονήματι Aesch. мне это безразлично. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (βουκολέω)
A untended: metaph., unheeded, ἀ. τοῦτ’ ἐμῷ φρονήματι A.Supp.929.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on ne prend pas soin.
Étymologie: ἀ, βουκολέω.
Spanish (DGE)
-ον
no cuidado fig. ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι no me preocupo de ello A.Supp.929.
Greek Monotonic
ἀβουκόλητος: -ον (βουκολέω), αποίμαντος, αυτός που δεν επιτηρείται από τσοπάνη· μεταφ., απαρατήρητος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβουκόλητος: досл. неохраняемый, перен. незамеченный, оставленный без внимания: ἀβουκόλητον τοῦτ᾽ ἐμῷ φρονήματι Aesch. мне это безразлично.